Άρειος Πάγος 185/2019 Απεργία, εννοιολογικά στοιχεία αυτής, προϋποθέσεις χαρακτηρισμού άρνησης εργασίας ως απεργία, χρόνος προειδοποίησης στον εργοδότη

Περίληψη

Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 1264/1982 η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις: α) ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς και β) ως εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων που εξαρτώνται από πολυεθνικές εταιρείες προς εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην έδρα της ίδιας πολυεθνικής εταιρείας, και εφόσον η έκβαση της απεργίας των τελευταίων θα έχει άμεσες επιπτώσεις στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των πρώτων.

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η απεργία, δηλαδή η συμφωνημένη συλλογική διακοπή της εργασίας των με σχέση εξηρτημένης εργασίας μισθωτών, είτε ορισμένου επαγγελματικού κλάδου, είτε ορισμένης επιχείρησης ή τμήματος αυτής ή των δημοσίων υπαλλήλων που απασχολούνται στο δημόσιο ή σε δημόσιο φορέα, αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις αυτών για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων (ΑΠ 468/2012).

Εννοιολογικά στοιχεία της απεργίας είναι: α) η αποχή από την εργασία, η οποία εκδηλώνεται με την άρνηση εκ μέρους των απεργών της παροχής των υπηρεσιών που οφείλονται στον εργοδότη από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, β) η ιδιότητα των απεργών ως συνδεομένων με τον εργοδότη τους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ή με σχέση δημοσίου υπαλλήλου, γ) η πρόσκαιρη αναστολή της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης με πρόθεση των απεργών να επιστρέψουν και να συνεχίσουν κανονικά την εργασία τους, μετά τη λήξη της απεργίας, δ) ο συλλογικός χαρακτήρας της αποχής, ο οποίος εκφράζεται τόσο στο επίπεδο της λήψης της σχετικής απόφασης, όσο και στο πεδίο συμμετοχής στην απεργία, ε) ο θεσμικός τρόπος της λήψης της απόφασης για την κήρυξη της απεργίας, από νόμιμα οργανωμένο συνδικαλιστικό φορέα και στ) ο αγωνιστικός σκοπός, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη ή την προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων για τα οποία υποβάλλονται συγκεκριμένα αιτήματα προς ικανοποίησή τους από τον εργοδότη.

Επομένως εάν δεν συντρέχει κάποια ή κάποιες από τις ως άνω προϋποθέσεις, η άρνηση παροχής των οφειλομένων υπηρεσιών από τους απέχοντες από την εργασία τους μισθωτούς, έστω και εάν αυτή φέρει συλλογικό χαρακτήρα και κηρύσσεται από νόμιμα οργανωμένο συνδικαλιστικό φορέα, δεν φέρει το χαρακτήρα απεργίας, αλλά συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά των μισθωτών επαγομένη τις από το νόμο προβλεπόμενες συνέπειες της μερικής αδυναμίας παροχής από υπαιτιότητα του οφειλέτη (μισθωτού) επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως είναι και η σύμβαση εργασίας (άρθ. 382 σε συνδ. προς άρθ. 648 και 652 του ΑΚ), υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης που η διακοπή της εργασίας εκ μέρους των μισθωτών οφείλεται σε πρωτοβουλία του ιδίου του εργοδότη στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού του δικαιώματος και κατά συνέπεια ανάγεται στη σφαίρα επιρροής του εργοδότη, οπότε ο τελευταίος εξακολουθεί να οφείλει το μισθό και για το διάστημα της διακοπής (άρθ. 656 του ΑΚ).

Εάν δε η κατά τα άνω συλλογική αποχή των μισθωτών από την εργασία τους δεν φέρει το χαρακτήρα της απεργίας, είναι αδιάφορος ο εκ μέρους του συνδικαλιστικού φορέα σχετικός χαρακτηρισμός. Περαιτέρω για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, μεταξύ άλλων απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 19 του Ν. 1264/1982, και προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργάνωσης είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν την πραγματοποίησή της.

Η ως άνω υποχρέωση, η οποία πηγάζει από τις αρχές της καλής πίστης, αποσκοπεί αφενός μεν στην παροχή ενός ελάχιστου χρόνου στον εργοδότη για τη λήψη των στοιχειωδών μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν στην επιχείρησή του από την πραγματοποίηση της απεργίας, αφετέρου δε στην παροχή στα μέρη μίας στοιχειώδους δυνατότητας αποφυγής της απεργιακής κινητοποίησης με την ενδεχόμενη ικανοποίηση κάποιου ή κάποιων εκ των αιτημάτων των εργαζομένων με άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Η προειδοποίηση αυτή, η οποία πρέπει ν’ αναφέρει επακριβώς το χρονικό σημείο έναρξης και λήξης της απεργίας προκειμένου να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός του εργοδότη και των τρίτων που συναλλάσσονται με αυτόν, είναι άτυπη και μπορεί να γίνει γραπτώς ή προφορικώς, τηλεγραφικά ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεφώνου. Η ανωτέρω υποχρέωση ισχύει και για τις ολιγόωρες στάσεις εργασίας, οι οποίες αποτελούν και αυτές νόμιμη μορφή απεργιακής κινητοποίησης (ΟλΑΠ 1100/1986). Δεν συντρέχει όμως τοιαύτη περίπτωση, εάν ο ακριβής χρόνος έναρξης και λήξης της διακοπής εργασίας στο πλαίσιο απεργιακής κινητοποίησης ήταν ήδη γνωστός στον εργοδότη, διότι λχ η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση είχε κατά τις διαπραγματεύσεις ενημερώσει τον εργοδότη γι’ αυτό, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, είτε διότι ο χρόνος της διακοπής της εργασίας είχε καθορισθεί με πρωτοβουλία του ίδιου του εργοδότη.

Αριθμός 185/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 23 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: πρωτοβάθμιου επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος του Η. Κ. μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του …….., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/4/2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1811/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 559/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 2/5/2016 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 2.5.2016 και με αριθ. κατάθεσης …1/289/11.5.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 559/16.2.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία η από 22 Σεπτεμβρίου 2014 και με αριθ. κατάθ. …63/30.9.2014 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος πρωτοβάθμιου συνδικαλιστικού σωματείου κατά της υπ’ αριθ. 1811/3.6.2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη την από 7.4.2011 και υπ’ αριθ. κατάθ. …60/2107/12.4.2011 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας και είχε αναγνωρίσει ότι η απεργιακή κινητοποίηση, με τη μορφή στάσης εργασίας του εναγομένου σωματείου, η οποία κηρύχθηκε από αυτό και έλαβε χώρα στις 17.2.2011 και από ώρα 20.00 έως 22.00 μμ, ήταν παράνομη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 1264/1982 η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις: α) ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς και β) ως εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων που εξαρτώνται από πολυεθνικές εταιρείες προς εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην έδρα της ίδιας πολυεθνικής εταιρείας, και εφόσον η έκβαση της απεργίας των τελευταίων θα έχει άμεσες επιπτώσεις στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των πρώτων.

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η απεργία, δηλαδή η συμφωνημένη συλλογική διακοπή της εργασίας των με σχέση εξηρτημένης εργασίας μισθωτών, είτε ορισμένου επαγγελματικού κλάδου, είτε ορισμένης επιχείρησης ή τμήματος αυτής ή των δημοσίων υπαλλήλων που απασχολούνται στο δημόσιο ή σε δημόσιο φορέα, αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις αυτών για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων (ΑΠ 468/2012).

Εννοιολογικά στοιχεία της απεργίας είναι: α) η αποχή από την εργασία, η οποία εκδηλώνεται με την άρνηση εκ μέρους των απεργών της παροχής των υπηρεσιών που οφείλονται στον εργοδότη από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, β) η ιδιότητα των απεργών ως συνδεομένων με τον εργοδότη τους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ή με σχέση δημοσίου υπαλλήλου, γ) η πρόσκαιρη αναστολή της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης με πρόθεση των απεργών να επιστρέψουν και να συνεχίσουν κανονικά την εργασία τους, μετά τη λήξη της απεργίας, δ) ο συλλογικός χαρακτήρας της αποχής, ο οποίος εκφράζεται τόσο στο επίπεδο της λήψης της σχετικής απόφασης, όσο και στο πεδίο συμμετοχής στην απεργία, ε) ο θεσμικός τρόπος της λήψης της απόφασης για την κήρυξη της απεργίας, από νόμιμα οργανωμένο συνδικαλιστικό φορέα και στ) ο αγωνιστικός σκοπός, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη ή την προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων για τα οποία υποβάλλονται συγκεκριμένα αιτήματα προς ικανοποίησή τους από τον εργοδότη.

Επομένως εάν δεν συντρέχει κάποια ή κάποιες από τις ως άνω προϋποθέσεις, η άρνηση παροχής των οφειλομένων υπηρεσιών από τους απέχοντες από την εργασία τους μισθωτούς, έστω και εάν αυτή φέρει συλλογικό χαρακτήρα και κηρύσσεται από νόμιμα οργανωμένο συνδικαλιστικό φορέα, δεν φέρει το χαρακτήρα απεργίας, αλλά συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά των μισθωτών επαγομένη τις από το νόμο προβλεπόμενες συνέπειες της μερικής αδυναμίας παροχής από υπαιτιότητα του οφειλέτη (μισθωτού) επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως είναι και η σύμβαση εργασίας (άρθ. 382 σε συνδ. προς άρθ. 648 και 652 του ΑΚ), υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης που η διακοπή της εργασίας εκ μέρους των μισθωτών οφείλεται σε πρωτοβουλία του ιδίου του εργοδότη στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού του δικαιώματος και κατά συνέπεια ανάγεται στη σφαίρα επιρροής του εργοδότη, οπότε ο τελευταίος εξακολουθεί να οφείλει το μισθό και για το διάστημα της διακοπής (άρθ. 656 του ΑΚ).

Εάν δε η κατά τα άνω συλλογική αποχή των μισθωτών από την εργασία τους δεν φέρει το χαρακτήρα της απεργίας, είναι αδιάφορος ο εκ μέρους του συνδικαλιστικού φορέα σχετικός χαρακτηρισμός. Περαιτέρω για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, μεταξύ άλλων απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 19 του Ν. 1264/1982, και προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργάνωσης είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν την πραγματοποίησή της. Η ως άνω υποχρέωση, η οποία πηγάζει από τις αρχές της καλής πίστης, αποσκοπεί αφενός μεν στην παροχή ενός ελάχιστου χρόνου στον εργοδότη για τη λήψη των στοιχειωδών μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν στην επιχείρησή του από την πραγματοποίηση της απεργίας, αφετέρου δε στην παροχή στα μέρη μίας στοιχειώδους δυνατότητας αποφυγής της απεργιακής κινητοποίησης με την ενδεχόμενη ικανοποίηση κάποιου ή κάποιων εκ των αιτημάτων των εργαζομένων με άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Η προειδοποίηση αυτή, η οποία πρέπει ν’ αναφέρει επακριβώς το χρονικό σημείο έναρξης και λήξης της απεργίας προκειμένου να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός του εργοδότη και των τρίτων που συναλλάσσονται με αυτόν, είναι άτυπη και μπορεί να γίνει γραπτώς ή προφορικώς, τηλεγραφικά ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεφώνου. Η ανωτέρω υποχρέωση ισχύει και για τις ολιγόωρες στάσεις εργασίας, οι οποίες αποτελούν και αυτές νόμιμη μορφή απεργιακής κινητοποίησης (ΟλΑΠ 1100/1986). Δεν συντρέχει όμως τοιαύτη περίπτωση, εάν ο ακριβής χρόνος έναρξης και λήξης της διακοπής εργασίας στο πλαίσιο απεργιακής κινητοποίησης ήταν ήδη γνωστός στον εργοδότη, διότι λχ η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση είχε κατά τις διαπραγματεύσεις ενημερώσει τον εργοδότη γι’ αυτό, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, είτε διότι ο χρόνος της διακοπής της εργασίας είχε καθορισθεί με πρωτοβουλία του ίδιου του εργοδότη.

Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…” [ήδη αναιρεσίβλητη] με το Ν. 3139/2003, ανέλαβε από την εταιρεία ” … ΑΕ (…)”, τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση της επιχειρηματικής μονάδας ………………….. (…), στη μετοχική σύνθεση της οποίας συμμετέχουν επίσης η άνω “…”, καθώς και η εταιρεία “…”. Οι εργαζόμενοι της εφεσίβλητης εταιρείας αποτελούν μέλη του εκκαλούντος σωματείου με την επωνυμία “………………..” [ήδη αναιρεσείον], το οποίο τυγχάνει πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση. Στις 15.2.2011, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που ελάμβαναν χώρα μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εφεσίβλητης και του εκκαλούντος σωματείου για την κατάρτιση νέας επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, η εφεσίβλητη απηύθυνε στους εργαζόμενους πρόσκληση σε ανοικτή συνάντηση με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής, Σ. Θ., στις 17 Φεβρουαρίου 2011 και ώρα 20.30 στο εστιατόριο εξυπηρέτησης προσωπικού, στο οποίο μεταβαίνουν οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια του διαλείμματος από την εργασία τους (βλ. την από 15.2.2001 ανακοίνωση – πρόσκληση της εφεσίβλητης). Την επομένη ημέρα το διοικητικό συμβούλιο του εκκαλούντος σωματείου συνήλθε περί ώρα 15.00 στην επί της οδού …….. αρ. …. έδρα του και τα μέλη του αποφάσισαν ομόφωνα την πραγματοποίηση στάσης εργασίας στις 17.2.2011 και από ώρα 20.00 έως 22.00, προκειμένου να παρευρεθούν τα μέλη του – εργαζόμενοι στην ανωτέρω συνάντηση (βλ. το από 16.2.2011 απόσπασμα πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου του εκκαλούντος). Για την απεργιακή αυτή κινητοποίηση, με τη μορφή της δίωρης στάσης εργασίας, η εφεσίβλητη ενημερώθηκε στις 17.2.2011 και ώρα 17.41, με την αποστολή στις εγκαταστάσεις της, μέσω τηλεομοιοτυπίας (fax) από το διοικητικό συμβούλιο του εκκαλούντος εγγράφου “γνωστοποίησης απεργιακής κινητοποίησης”, στο οποίο αναφέρεται ότι “Το ΔΣ, μετά και την πρόσκληση της εταιρείας για συνάντηση του προσωπικού με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, αποφάσισε την κήρυξη δίωρης στάσης εργασίας την Πέμπτη 17 Φλεβάρη και από ώρας 20.00 έως 22.00, προκειμένου οι εργαζόμενοι να διευκολυνθούν και να συμμετέχουν στην προγραμματισμένη αυτή συνάντηση. Για την πρόληψη καταστροφών ή ατυχημάτων κατά τη διάρκεια της ως άνω απεργίας, γνωστοποιούμε ότι θα έχουμε στη διάθεσή Σας το αναγκαίο προσωπικό ασφαλείας, όπως αυτό έχει καθορισθεί σύμφωνα με την από 18.11.2010 συμφωνία μας” (βλ. έγγραφο γνωστοποίησης απεργιακής κινητοποίησης, καθώς και την απόδειξη αποστολής του με αναγραφή επ’ αυτής της ημέρας και ώρας). Πράγματι στις 17.2.2011, πραγματοποιήθηκε η ως άνω εξαγγελθείσα απεργιακή κινητοποίηση, στην οποία συμμετείχαν αρκετοί εργαζόμενοι – μέλη του εκκαλούντος σωματείου που εκείνη την ώρα εκτελούσαν βάρδια στους χώρους του καζίνο, πλην όμως χωρίς να τηρηθεί η προβλεπομένη από το άρθρο 19 του Ν. 1264/1982 προϋπόθεση προειδοποίησης, αφού η εν λόγω απεργιακή κινητοποίηση και το άνω αίτημα της δεν γνωστοποιήθηκαν στην εφεσίβλητη εργοδότρια είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν την πραγματοποίησή της. Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος σωματείου ότι αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης από τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου περί της ανωτέρω δίωρης στάσης εργασίας, ο Πρόεδρος του Α. Τ. μετέβη στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή της εφεσίβλητης κ. B. περί ώρα 17.00 και τον ενημέρωσε προφορικά για την απεργιακή κινητοποίηση και το αίτημα αυτής κρίνεται μη ανταποκρινόμενος στην αλήθεια. Και τούτο διότι […]. Επομένως η ανωτέρω απεργιακή κινητοποίηση, με τη μορφή της δίωρης στάσης εργασίας, που εξαγγέλθηκε και πραγματοποιήθηκε με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκκαλούντος στις 17.2.2011 είναι παράνομη, διότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση προειδοποίησης της εργοδότριας εφεσίβλητης είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν την πραγματοποίησή της, καθώς και τη γνωστοποίηση του αιτήματος που τη θεμελίωνε. Η προβλεπομένη αυτή από το νόμο υποχρέωση επιβαλλόταν και στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον η εφεσίβλητη θα ελάμβανε γνώση του αιτήματος που θεμελίωνε την απεργιακή κινητοποίηση και συγκεκριμένα τη συμμετοχή των εργαζομένων στην ανοικτή συνάντηση με το Διευθύνοντα Σύμβουλο και θα είχε έτσι την ευχέρεια να το επιλύσει και ν’ αποτρέψει τη στάση εργασίας, οργανώνοντας το συγκεκριμένο δίωρο τη λειτουργία της επιχείρησής της, με τρόπο ώστε να εξασφαλίσει τη συνάντηση με το Διευθύνοντα Σύμβουλο και των απασχολουμένων στην επιχείρησή της κατά τις συγκεκριμένες δύο ώρες. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ενόψει της προγραμματισμένης παραμονής του Διευθύνοντος Συμβούλου επί δύο (2) ώρες στο χώρο ανάπαυσης των εργαζομένων, αλλά και της δυνατότητας διαλείμματος μισής ώρας όλων των εργαζομένων και ειδικά αυτών των τεχνικών επιτραπέζιων παιγνίων, που αποτελεί και την πλειοψηφία, ανά μία ώρα εργασίας, η συνάντηση με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο όσων εργαζομένων είχαν βάρδια το συγκεκριμένο δίωρο και το επιθυμούσαν ήταν ευχερής. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η απεργιακή κινητοποίηση του εκκαλούντος σωματείου, με τη μορφή της δίωρης στάσης εργασίας, έγινε κατά παράβαση της προβλεπομένης από το νόμο υποχρέωσης προειδοποίησης της εφεσίβλητης είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν την πραγματοποίησή της και ακολούθως αναγνώρισε αυτήν ως παράνομη, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο έφεσης κρίνονται κατ’ ουσία αβάσιμα και απορριπτέα”.

Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 του Ν. 1264/1982, την οποία εφάρμοσε, αν και με βάση τις αναιρετικά γενόμενες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, η διάταξη αυτή δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί. Και τούτο διότι, υπό τις ως άνω πραγματικές παραδοχές, η δίωρη συλλογική διακοπή της εργασίας εκ μέρους των μισθωτών της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, η οποία αποφασίσθηκε και πραγματοποιήθηκε από το αναιρεσείον πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο των εργαζομένων σε αυτήν, ως αρμόδιο συνδικαλιστικό φορέα, δεν έφερε κατά νόμο τον χαρακτήρα “απεργίας” υπό τη μορφή της ολιγόωρης στάσης εργασίας, αφού δεν υπήρχε το στοιχείο του αγωνιστικού σκοπού, ήτοι της υποβολής συγκεκριμένου αιτήματος προς την εργοδοσία για τη διαφύλαξη ή την προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων στην αναιρεσίβλητη. Τέτοιο αίτημα δεν αποτελεί ο λόγος της δίωρης διακοπής της εργασίας που συνίστατο στη συμμετοχή των εργαζομένων στη προγραμματισμένη για τις 17.2.2011 και ώρα 20.30 από την αναιρεσίβλητη και στο πλαίσιο του διευθυντικού της δικαιώματος αποφασισθείσα συνάντηση των εργαζομένων με τον διευθύνοντα σύμβουλο της αναιρεσίβλητης Σ. Θ.. Ούτε υπάρχει παραδοχή στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι στην από 15.2.2011 πρόσκληση της αναιρεσίβλητης προς τους εργαζομένους για την ανωτέρω συνάντηση γινόταν σαφής μνεία ότι δεν θα μετείχαν στην εν λόγω συνάντηση όσοι μισθωτοί είχαν φυλακή (βάρδια) κατά την ώρα της πραγματοποίησης αυτής. Είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι η δίωρη αυτή διακοπή χαρακτηρίσθηκε από το αναιρεσείον στην από 15.2.2011 απόφαση αυτού ως “στάση εργασίας”, που συνιστά πράγματι μορφή απεργιακής κινητοποίησης. Σε κάθε δε περίπτωση η διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. τελ. του Ν. 1264/1982 δεν ήταν εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθότι δεν συνέτρεχε ο από τη νομοθετική αυτή ρύθμιση επιδιωκόμενος σκοπός, εφόσον αφενός μεν δεν υπήρχε αίτημα που θα είχε την ευχέρεια να επιλύσει η αναιρεσίβλητη κατά τη διάρκεια του χρόνου της προειδοποίησης προ 24 ωρών, αφού ο λόγος της διακοπής της εργασίας των απασχολουμένων σε αυτή μισθωτών αφορούσε αποκλειστικά την πιο πάνω συνάντηση, αφετέρου δε διότι ο χρόνος διακοπής ήταν ήδη γνωστός στην αναιρεσίβλητη που με την από 15.2.2011 πρόσκλησή της προς τους εργαζομένης είχε η ίδια καθορίσει την ημερομηνία και το χρονικό σημείο έναρξης της συνάντησης αυτής, και κατά συνέπεια είχε την ευχέρεια να λάβει όλα τ’ αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων από τη διακοπή εργασίας του προσωπικού της, λόγω συμμετοχής του στην εν λόγω συνάντηση. Επομένως κατά παραδοχή του περί τούτου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτου λόγου αναίρεσης, ως βάσιμου, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα του δευτέρου και τελευταίου λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, παρά το νόμο, απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας να ζητήσει την αναγνώριση ως παράνομης της πραγματοποιηθείσας δίωρης στάσης εργασίας. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. β του ΚΠολΔ να κρατηθεί αυτή και δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα, στη συνέχεια δε να γίνει δεκτή η από 22 Σεπτεμβρίου 2014 και με αριθ. κατάθ. …63/30.9.2014 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος πρωτοβάθμιου συνδικαλιστικού σωματείου ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθμό 1811/3.6.2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε δεχθεί κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη την από 7.4.2011 και υπ’ αριθ. κατάθ. …60/2107/12.4.2011 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας και είχε αναγνωρίσει ότι η απεργιακή κινητοποίηση, με τη μορφή στάσης εργασίας του εναγομένου σωματείου, που έλαβε χώρα στις 17.2.2011 και από ώρα 20.00 έως 22.00 μμ, ήταν παράνομη, να ερευνηθεί η αγωγή και απορριφθεί αυτή ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη εταιρεία, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής δίκης στα οποία υποβλήθηκε το αναιρεσείον σωματείο, που κατέθεσε προτάσεις, ως και των δικαστικών εξόδων αυτού και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθ. 559/16.2.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Δέχεται κατ’ ουσία την από 22 Σεπτεμβρίου 2014 και με αριθμό κατάθεσης …63/30.9.2014 έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμό 1811/3.6.2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Δικάζει την από 7 Απριλίου 2011 και με αριθμό κατάθεσης ….660/2107/12.4.2011 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ για την αναιρετική δίκη και επί πλέον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων αυτού, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2019.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner